- οροφή
- η1. εσωτερική κάλυψη στέγης, αλλ. ταβάνι.2. στέγη οικήματος.3. το ανώτατο ύψος όπου μπορεί να φτάσει το αεροσκάφος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ὀροφῇ — ὀροφή roof of a house fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀροφή — roof of a house fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οροφή — Με τη λέξη ο. εννοούμε γενικά την εσωτερική άνω επιφάνεια ενός χώρου, είτε αυτή είναι επίπεδη είτε όχι, σε αντιδιαστολή προς την εξωτερική άνω επιφάνεια που ονομάζουμε στέγη. Η ο. και η στέγη αποτελούν τμήματα του αυτού κατά κανόνα φέροντα… … Dictionary of Greek
ὀροφαῖς — ὀροφή roof of a house fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀροφαί — ὀροφή roof of a house fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀροφῆς — ὀροφή roof of a house fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀροφῇσιν — ὀροφή roof of a house fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀροφήν — ὀροφή roof of a house fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀροφῶν — ὀροφή roof of a house fem gen pl ὀροφόω cover with a roof pres part act masc voc sg (doric aeolic) ὀροφόω cover with a roof pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ὀροφόω cover with a roof pres part act masc nom sg ὀροφόω cover with a… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… … Dictionary of Greek